- θηλ(ε)ιά
- η1) петля; 2) петлица; ушко (для продевания шнурка); 3) затяжная петля; силок;
§ μου έβαλε τη θηλ(ε)ιά στο λαιμό — он накинул мне петлю на шею; — он наступил мне на горло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μου έβαλε τη θηλ(ε)ιά στο λαιμό — он накинул мне петлю на шею; — он наступил мне на горло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασιάτης — (θηλ. ισσα) (AM ἀσιάτης [ ου], θηλ. ἀσιᾱτις [ ιδος] και ιων. ἀσιήτης, θηλ. ῆτις) νεοελλ. ως ουσ. ο κάτοικος της Ασίας αρχ. ο ασιατικός … Dictionary of Greek
ορχηστής — θηλ. ορχηστρίς, ο (ΑΜ ὀρχηστής, θηλ. ὀρχήστρια, Α θηλ. και ὀρχηστρίς, ίδος) [ορχούμαι] χορευτής αρχ. 1. χοροδιδάσκαλος 3. ως κύριο όν. Ὀρχηστής προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Πανός … Dictionary of Greek
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
Κυπραίος — θηλ. Κυπραία (Μ Κύπραιος, θηλ. Κυπραία) [Κύπρος] Κύπριος … Dictionary of Greek
ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… … Dictionary of Greek
Αλβανός — θηλ. ίδα και Αρβανίτης θηλ. ίτισσα αυτός που έχει αλβανική εθνικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τήνιος — θηλ. ία και Τηνιακός θηλ. ιά και ή ο κάτοικος της Τήνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης … Dictionary of Greek
Κορεάτης — θηλ. Κορεάτισσα ο κάτοικος τής Κορέας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν … Dictionary of Greek
Μαυριτανός — θηλ. Μαυριτανή ο κάτοικος τής Μαυριτανίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μαυριτανία … Dictionary of Greek
Μοραβός — θηλ. ή [Μοραβία] ο κάτοικος τής Μοραβίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μοραβία … Dictionary of Greek